-
1 ἐπι-κλῄζω
ἐπι-κλῄζω u. ἐπικληΐζω, ion. u. p., = ἐπικλείω, dazu rühmen, darnach benennen; τοῦτο γὰρ ἐπεκλῄζετο p. bei D. L. 6, 100; Θερμοπύλαι ἀπὸ τοῠδ' ἐπικληΐζονται App. Syr. 17.
1 ἐπι-κλῄζω
ἐπι-κλῄζω u. ἐπικληΐζω, ion. u. p., = ἐπικλείω, dazu rühmen, darnach benennen; τοῦτο γὰρ ἐπεκλῄζετο p. bei D. L. 6, 100; Θερμοπύλαι ἀπὸ τοῠδ' ἐπικληΐζονται App. Syr. 17.